- μεγιστόπολι
- μεγιστόπολιςmaking cities greatestfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγιστόπολις — μεγιστόπολις, ι (Α) αυτός που καθιστά τις πόλεις μέγιστες ή αυτός που τούς χαρίζει μέγιστη ευδαιμονία («Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + πόλις (πρβλ. μισό πολις, χρυσό πολις)] … Dictionary of Greek